- λυκοθήρας
- λυκοθήρας και λυκόθηρ, -ηρος, ὁ (Α)αυτός που κυνηγά λύκους, λυκοκυνηγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λογο-θήρας, χρυσο-θήρας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυκοθηρία — η το κυνήγι λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυκοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
λυκόθηρ — λυκόθηρ, ηρος, ὁ (ΑM) βλ. λυκοθήρας … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek